ανατολικές γλώσσες

ανατολικές γλώσσες
Οι γλώσσες των ασιατικών λαών. Χωρίζονται στις παρακάτω γλωσσικές ομοεθνίες: 1. Η ιαπετική ή ινδοευρωπαϊκή ή ινδογερμανική, στην οποία ανήκουν: α) η φρυγική και η αρχαία θρακική (νεκρές)· β) η αρμενική (αρχαία και νέα)· γ) η άρια ομάδα (ιρανική και ινδική)· δ) η κανισική (η αρχαία επίσημη γλώσσα των Χετταίων) και ε) η τοχαρική (νεκρή γλώσσα του αρχαίου τοχαρικού λαού στην κεντρική Ασία). 2. Οι αρχαίες (νεκρές) μικρασιατικές γλώσσες των Κάρων, Μυσών, Κιλικίων, Λυκίων, Καππαδόκων κλπ. 3. Η σημιτική, στην οποία ανήκουν η φοινικική, η ασσυριακή και η αραμαϊκή (νεκρές), καθώς επίσης η συριακή, η εβραϊκή και η αραβική. 4. Οι τουρκικές, μογγολικές και τογκουζικές γλωσσικές ομάδες. Από αυτές, η τουρκική διαιρείται στην ιακουτική, τη βασκιρική, την ουσβεκική, την τουρκομανική, την ουιγουρική και την κυρίως τουρκική. Η μογγολική ομάδα διαιρείται στην τσαξαρική, την ξαλξική, τη βουριατική κλπ., και η τογκουζική στην κυρίως τογκουζική και τη συγγενική της μαντζουρική (ανατολική Σιβηρία, Μαντζουρία κ.ά.). 5. Η δραβιδική. Αποτελείται από την ταμουλική, την τελουγκική, τη μαλαραβική και την τουλουική (ομιλούνται σε περιοχές της Ινδίας). 6. Η μαλαϊκοπολυνησιακή. Σε αυτήν υπάγονται η ατσεϊκή, η δαϊακική, η σουνδική, η μαδουρική, η ιαβική, η βουγική, η μακασαρική, η ταγαλική, η βισαϊκή και η μαλαϊκή (Πολυνησία, Φιλιππίνες). 7. Ομάδα μονοσύλλαβων γλωσσών. Αποτελείται από τη σινική, τη θιβετική, τη βιρμανική και τη σιαμική. 8. Η μουνδική. Ομιλείται στην περιοχή δυτικά του Γάγγη και χωρίζεται σε δύο κλάδους (βόρειο και νότιο) με διάφορα ιδιώματα και διαλέκτους. 9. Ιαπωνική και κορεατική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σινοθιβετανικές γλώσσες — Οικογένεια γλωσσών (λέγονται επίσης ινδοκινεζικές ή θιβετοκινεζικές) που τις μιλούν αρκετά εκατομμύρια ανθρώπων στη νοτιοανατολική Ασία. Οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών ομάδων που αποτελούν αυτή την οικογένεια δεν έχουν ασφαλώς… …   Dictionary of Greek

  • ρομανικές γλώσσες — Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • Κίρχερ, Ατανάζιους — (Athanasius Kircher, Φούλντα 1601; – Ρώμη 1680). Γερμανός λόγιος. Σπούδασε σε ιησουιτική σχολή της γενέτειράς του και σε ηλικία 17 ετών ασπάστηκε το μοναχικό σχήμα. Θεωρείται ένας από τους ευρυμαθέστερους λογίους όλων των εποχών. Γνώριζε εβραϊκά …   Dictionary of Greek

  • Χάμερ, Γιόζεφ φον- — (Hammer, 1774 – 1856). Αυστριακός ανατολιστής. Ακολούθησε τον διπλωματικό κλάδο και έγινε αρχικά γραμματέας της αυστριακής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη (1802), φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του μυστικοσυμβούλου του αυτοκράτορα (1835). Επειδή… …   Dictionary of Greek

  • άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… …   Dictionary of Greek

  • ίασπις — Κρυπτοκρυσταλλική αδιαφανής ποικιλία του χαλκηδονίου, παραλλαγή του χαλαζία (SiO2). Παρουσιάζεται με διάφορες και συχνά ζωηρόχρωμες αποχρώσεις: από γαλάζιο έως κίτρινο και από φαιό έως κόκκινο. Η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων του οφείλεται στον… …   Dictionary of Greek

  • δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • Μποντόνι, Τζαμπατίστα — (Gianbattista Bodoni, Σαλούτσο 1740 – Πάρμα 1813). Ιταλός τυπογράφος και χαράκτης τυπογραφικών στοιχείων. Από οικογένεια τυπογράφων, έμαθε τα πρώτα μυστικά της τέχνης του στο τυπογραφείο του πατέρα του· αργότερα στη Ρώμη, στο τυπογραφείο της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”